Μυλοπόταμος

Ο Δήμος Μυλοποτάμου βρίσκεται στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου της Περιφέρειας Κρήτης. Συγκροτήθηκε με το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» με την συνένωση των Δήμων Γεροποτάμου και Κουλούκωνα και της κοινότητας Ζωνιανών. Αποτελείται από 3 Δημοτικές ενότητες (Γεροποτάμου, Κουλούκωνα, Ζωνιανών), 33 κοινότητες και 82 οικισμούς. Εκτείνεται σε 360,703 χλμ. και ο πληθυσμός του ανέρχεται σε 12.890 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Διοικητική έδρα του Δήμου είναι το Πέραμα, σε απόσταση 28 χλμ. από το Ρέθυμνο και 60 χλμ. από το Ηράκλειο.

Ο τόπος

Η επαρχία Μυλοποτάμου γεωμορφολογικά ορίζεται από τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη ή Ίδη στα νότια και από τα Ταλλαία όρη ή Κουλούκωνα στα βόρεια, παράλληλα με την βόρεια δαντελωτή ακτή με τους πολυάριθμους όρμους και λιμενίσκους που βρέχεται από το Κρητικό Πέλαγος. Μεταξύ αυτών απλώνεται η εύφορη κοιλάδα με χαμηλούς και φιλόξενους λόφους που την διασχίζει ο ποταμός Γεροπόταμος. Ο Δήμος Μυλοποτάμου εντάσσεται στο «Παγκόσμιο Γεωπάρκο UNESCO Ψηλορείτη», ένα δίκτυο προστατευόμενων περιοχών με ιδιαίτερη γεωλογική κληρονομιά, που τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO.

Προέλευση ονομασίας

Η ονομασία Μυλοπόταμος προέρχεται από την μία από τις τρείς ονομασίες που είχε ο ποταμός, λόγω της ύπαρξης πολλών νερόμυλων στις όχθες του και στους παραπόταμους του. Ο ποταμός ήταν επίσης γνωστός και ως Αυλοπόταμος, λόγω του σχηματισμού μεγάλων αυλώνων (στενά ανάμεσα στα βουνά ή στα υψώματα, αυλόχια) στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού της Επισκοπής. Η ονομασία Αυλοπόταμος διασώζεται έως σήμερα και χαρακτηρίζει την «Επισκοπή Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου» που δημιουργήθηκε με τη συγχώνευση των δύο επισκοπών μετά την πατριαρχική απόφαση του έτους 1831. Η ονομασία Γεροπόταμος που σήμερα χρησιμοποιείται για την ονομασία του ποταμού προέρχεται από τη λέξη Ιεροπόταμος όπου στον προφορικό λόγο μετατράπηκε σε Γεροπόταμος και συνδέεται με τον ιερό τόπο του Ιδαίου Άνδρου, όπου τα ιερά νερά της βροχής και του χιονιού διοχετεύονταν στη κοίτη του. Η ονομασία του ποταμού στην αρχαιότητα ήταν Οάξης που πηρε το όνομά της η Αξός.

Γεωλογία

Η περιοχή του Μυλοποτάμου χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των ορεινών ασβεστολιθικών πετρωμάτων, των μαλακών ιζημάτων και του κιτρινωπού μαργαϊκού ασβεστόλιθου στα πεδινά και των σχιστολιθικών και φυλλιτικών-χαλαζιτών πετρωμάτων της βόρειας ακτής. Στην ευρύτερη περιοχή του δήμου βρίσκονται σημαντικοί γεωλογικοί σχηματισμοί οι οποίοι συμβάλουν στην παρουσία καρστικών σχηματισμών. Στο Δήμο Μυλοποτάμου έχουν καταγραφεί 157 σπήλαια, 24 βάραθρα, 10 σπηλαιοβάραθρα και 6 χώνοι-καταβόθρες.

Οικονομία

Οι κυρίαρχοι κλάδοι της τοπικής αγροτικής οικονομίας είναι η κτηνοτροφία, η γεωργία και η αλιεία με ελάσσονα οικονομική σημασία σε σχέση με τους προηγούμενους.

Στις ορεινές περιοχές του Ψηλορείτη και των Ταλλαίων οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις είναι ως επί το πλείστων οικογενειακού χαρακτήρα και παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας όπως κρέας, τυροκομικά και γαλακτομικά προϊόντα. Η κτηνοτροφία είναι μία κυρίαρχη δραστηριότητα η οποία εμφανίζει και σημαντικές προοπτικές.

Το βασικό προϊόν φυτικής παραγωγής είναι το ελαιόλαδο ενώ ακολουθεί η σταφίδα. Η περιοχή φημίζεται και για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών, όπως πορτοκαλιές, μανταρινιές κυρίως όμως για την καλλιέργεια κίτρου. Οι Σίσες είναι γνωστές για τα πορτοκάλια, το Βενί για τα κεράσια, το Γαράζο για το κίτρο και οι Αλόϊδες για το επιτραπέζιο σταφύλι.

Σημαντική είναι και η λειτουργία μικρών εργαστηρίων της τοπικής χειροτεχνικής παράδοσης, όπως εργαστήρια αγγειοπλαστικής, ξυλογλυπτικής και παραγωγής υφαντών και κεντημάτων με προϊόντα που διατίθενται στην τοπική αγορά και σε μικρό βαθμό διοχετεύονται σε αγορές εκτός της περιοχής.

Οι Σίσες και οι Αλόϊδες έχουν την παγκόσμια αποκλειστικότητα στη συλλογή του αλάδανου (Cistus criticus L.) με τον παραδοσιακό τρόπο. Η επίπονη συλλογή της ρητίνης που εκκρίνει ο μικρός αυτός αειθαλής θάμνος, αποτελεί πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους του Μυλοποτάμου, οι οποίοι αποκαλούνται και «αλαδανάρηδες». Η ρητίνη προσκολλάται στο «αργαστήρι» ένα είδος αυτοσχέδιου μαστίγιου, μήκους περίπου 1μ που έχει στη μια άκρη του ένα ξύλινο τόξο πάνω στο οποίο έχουν δεθεί λουρίδες από πλαστικό (παλαιότερα ήταν δερμάτινες) μήκους 50-60 εκ. και κατόπιν αποξύεται και αποθηκεύεται σε εύπλαστες μπάλες, περίπου ενός κιλού.