Η Μονή του Τιμίου Προδρόμου Ατάλης,- Μπαλί, βρίσκεται σε πλαγιά των Ταλλαίων ορέων, κοντά στον οικισμό Μπαλή. Κατασκευάστηκε στα τέλη της Ενετοκρατίας (16ος – 17ος αι.). Η ονομασία Ατάλη για τη Μονή πρωτοσυναντάται σε έγγραφα του 17ου αιώνα και σε χάρτες της εποχής, όπου σημειώνεται η πόλη Atali, κοντά στο μοναστήρι. H ονομασία συνδέεται με την αρχαία πόλη Α(σ)τάλη ή Α(τ)τάλη. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υιοθετείται το όνομα Μπαλί για τη Μονή και την ευρύτερη περιοχή, που προέρχεται πιθανόν από την τούρκικη λέξη bal, που σημαίνει μέλι, επειδή στη Μονή παραγόταν μέλι. Σύμφωνα με πηγές, στη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης, η Μονή βεβηλώθηκε και λεηλατήθηκε. Στα νεότερα χρόνια η Μονή είχε ερειπωθεί. Το 1982 επανιδρύθηκε με πρώτο ηγούμενο τον μετέπειτα μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Άνθιμο Συριανό. Το κτηριακό
συγκρότημα της Μονής ακολουθώντας τη διαμόρφωση του εδάφους αναπτύσσεται σε διαφορετικά επίπεδα. Το καθολικό είναι κατασκευασμένο εκτός συγκροτήματος, στο χαμηλότερο επίπεδο, στη βόρεια πλευρά της Μονής, ενώ στο νότιο τμήμα της Μονής, σε ψηλότερο επίπεδο, η Τράπεζα, το Ηγουμενείο και τα κελιά διαμορφώνουν ένα παραλληλόγραμμο γύρω από μία επιμήκη, εσωτερική αυλή που φέρει λίθινα τόξα.
Αρκετά πιο ψηλά, εκτός Μονής και σε απόσταση περίπου 80μ νοτιοδυτικά της, βρίσκεται μνημειώδης κρήνη που τροφοδοτούσε με νερό τη Μονή. Η αρχική κύρια είσοδος της Μονής βρίσκεται στη δυτική πλευρά του μοναστηριού, ενώ στις μέρες μας η πρόσβαση στη Μονή γίνεται από άλλη είσοδο, ανατολικά. Ο αρχικός πυλώνας είναι μνημειώδης, διαμορφωμένος με καμαροσκέπαστο πυλώνα, (διαβατικό) με κτητορική επιγραφή, όπου γίνεται αναφορά στον ιερομόναχο Παχώμιο. Στο διαβατικό, δηλαδή στον στεγασμένο χώρο του πυλώνα, υπάρχουν κτιστά πεζούλια για τους επισκέπτες – προσκυνητές που έφθαναν στη Μονή, πριν ανοίξουν οι πόρτες της. Στη δυτική πλευρά της Μονής, αμέσως μετά τον πυλώνα και νότια του, υπάρχει το βορδοναρείο, δηλαδή οι στάβλοι. Πρόκειται για έναν μακρόστενο ενιαίο χώρο, που στον ανατολικό τοίχο του υπάρχουν έξι μαντζαδούρες (ταΐστρες) και έξι μικρά παράθυρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχέδια καραβιών που έχουν χαραχθεί στο επίχρισμα (σοβά) των τοίχων του χώρου. Κοντά στον πυλώνα βρίσκονται και τα υπόλοιπα κτίσματα που έχουν σχέση με τις γεωργικές, κτηνοτροφικές και άλλες δραστηριότητες των μοναχών, όπως είναι το ελαιοτριβείο, οι αποθηκευτικοί χώροι και το εργαστήριο κεραμικής. Στην ανατολική και δυτική πλευρά του νότιου άκρου της μακρόστενης εσωτερικής αυλής του μοναστηριού είναι κτισμένα η Τράπεζα και το διώροφο Ηγουμενείο και αμέσως νότια τους το τυροκομείο, το μαγκιπείο (αρτοποιείο) και δύο δεξαμενές, όπου μέσω αγωγών, συγκεντρωνόταν το νερό από τη μνημειακή κρήνη. Το καθολικό της Μονής είναι ένας δίκλιτος ναός. Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και το νότιο στην Αποτομή της κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Η σημερινή μορφή του ναού διαμορφώθηκε σε τρεις φάσεις. Αρχικά ο ναός ήταν μονόκλιτος. Αργότερα, πιθανότητα τον 17ο αιώνα, ο ναός επεκτάθηκε αρχικά νότια και στη συνέχεια δυτικά. Τα δύο κλίτη ενώθηκαν με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα. Το βόρειο τμήμα, που είναι το αρχαιότερο, σώζει τοιχογραφικό διάκοσμο του 14ου αι., ενώ τον 17ο αι. δημιουργήθηκε η ιδιαίτερα επιμελημένη νότια όψη του ναού και η κύρια εντυπωσιακή είσοδός του, η οποία
ακολουθώντας δυτικά πρότυπα, αποτελείται από ένα περίτεχνο τοξωτό θύρωμα που περιβάλλεται με ορθογώνιο ανάγλυφο πλαίσιο και επιστέφεται με αέτωμα. Εκτός του βόρειου κλίτους του καθολικού, τοιχογραφίες σώζονται και στην Τράπεζα της Μονής. Αυτές χρονολογούνται στον 16ο – 17ο αιώνα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς αυτήν την εποχή υπάρχουν ελάχιστα τοιχογραφημένα μνημεία στην Κρήτη και επειδή είναι οι μοναδικές τοιχογραφίες Τράπεζας μοναστηριού στο νησί.