Η Ιερά Μονή Σωτήρα Χριστού Χαλέπας βρίσκεται σε υψόμετρο 440μ, νότια των οικισμών Αγριδίων και Τσαχιανών. Είναι δύσκολα προσβάσιμη από το Βορρά, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι των κτισμάτων της Μονής στην ανατολική, νότια και δυτική πλευρά της δίνουν την εικόνα περίβολου. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για την Μονή υπάρχουν σε νοταριακά έγγραφα (συμβόλαια) της περιόδου 1555-1625. Στα έγγραφα αναφερόταν ότι η Μονή ήταν γυναικεία και διέθετε περιουσία στον Χάνδακα (Ηράκλειο), από την οποία είχε έσοδα. Στοιχεία για τη Μονή δίνονταν και στο έμμετρο έργο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή «Κρητικός Πόλεμος», όπου αναφερόταν ότι η Μονή του Χριστού και η γειτονική της, της Αγίας Μαρίνας, καταστράφηκαν από τους Τούρκους και οι μοναχές σφαγιάστηκαν. Το 1676 η Μονή ήταν πλέον ανδρική, αφού υπάρχουν στοιχεία ότι ο μοναχός Ιερεμίας Σγουρός προχώρησε σε εργασίες ανοικοδόμησής της. Στις αρχές του 19ου αι., η Μονή, στην οποία μόναζαν πλέον περίπου εβδομήντα μοναχοί, βρισκόταν στο επίκεντρο των πολεμικών γεγονότων, καθώς το 1822 χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο του Χασάν πασά. Σύμφωνα με την παράδοση τα επόμενα χρόνια οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Μονή και αφαίρεσαν τα ιστορικά της κειμήλια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1840, η Μονή ανασυγκροτήθηκε. Ανοικοδομήθηκαν κάποια κτήρια και αποκτήθηκαν λειτουργικά αντικείμενα, ιερά βιβλία και εικόνες, όπως το ευαγγέλιο – αφιέρωμα του διακόνου και μετέπειτα ηγούμενου της Μονής, Νέστορα Κοκκινίδη με την επιγραφή: «Mνήσθητι Kύριε της ψυχής του δούλου σου Nέστορος ιερομονάχου και αδελφών 1840» και μια εικόνα του τέμπλου με χρονολογία 1841.

Από τα τέλη του 19ου αι. η πορεία της Μονής ήταν φθίνουσα και εν τέλει τη δεκαετία του 1950 ερημώθηκε, όμως στα τέλη του 20ού αι. διορίστηκαν εκ νέου ηγούμενοι στη Μονή, οι οποίοι, όμως, διέμεναν στη Μονή Δισκουρίου. Τη δεκαετία του 2000 άρχισε εκτενές αναστηλωτικό πρόγραμμα για τη διάσωση του κτηριακού συγκροτήματος και το 2015 έγινε η ενθρόνιση του νέου ηγούμενου.

Η αρχιτεκτονική της μοιάζει με εκείνη του Βωσάκου. Η κύρια είσοδος – διαβατικό της Μονής βρίσκεται στη νότιο-δυτική πλευρά. Πρόκειται για έναν θολοσκέπαστο διάδρομο με δύο τόξα στα άκρα και ένα επιβλητικό θύρωμα στο μέσον του. Όπως και τα άλλα κτήρια της Μονής έχει πολλές ανακατασκευές. Το παλαιότερο τμήμα της εισόδου κτίστηκε το 1673, σύμφωνα με τη χαμένη σήμερα επιγραφή που υπήρχε στο θύρωμα. Μορφολογικά θυμίζει τον αντίστοιχο πυλώνα της Μονής Βωσάκου, μετόχι της οποίας ήταν η Μονή Χαλέπας την περίοδο κατασκευής της εισόδου. Αμέσως μετά τον πυλώνα, ένα λιθόστρωτο οδηγεί στη δυτική πτέρυγα όπου βρίσκονται η λίθινη κρήνη, που σώζει επιγραφή με τη χρονολογία 1759, οι στάβλοι που στην εξωτερική πλευρά τους υπάρχουν δώδεκα κτιστές ματζαδούρες, καθώς και το ελαιοτριβείο.

Στο ανατολικό άκρο υπάρχει το καθολικό της Μονής αφιερωμένο στη γέννηση και τη Μεταμόρφωση του Χριστού. Το αρχικό καθολικό ήταν μονόκλιτο και στη συνέχεια προστέθηκε το δεύτερο κλίτος. Στα τέλη του 19ου αι. ξεκίνησε η κατασκευή ενός νεότερου μεγαλύτερου ναού γύρω από το αρχικό καθολικό, χωρίς αυτό να γκρεμιστεί. Ο νεότερος ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.